- γενειάδα
- γενειάςbeardfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενειάδα — η τα μακριά γένια: Ζωγράφισε τον Αϊ Βασίλη με κόκκινη στολή και λευκή γενειάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενειάδα — και γενεάδα, η (AM γενειάς, άδος) [γένειον] γένεια αρχ. στον πληθ. αἱ γενειάδες τα μάγουλα … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… … Dictionary of Greek
κλανομούστακος — κλανομούστακος, ον (Μ) σκωπτικό επίθ. για τη γενειάδα («κλανομούστακον γενειάδα», Σπανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάνω + μούστακος (< μουστάκι), πρβλ. αγριο μούστακος, ξανθο μούστακος] … Dictionary of Greek
κυανοπώγων — ο 1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα 2. προσωνυμία τού Λανδρύ, τού Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek
μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… … Dictionary of Greek
μεγαλοπώγων — μεγαλοπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] … Dictionary of Greek
μελανοπώγων — μελανοπώγων, ὁ (Μ) αυτός που έχει μαύρη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. κυανο πώγων)] … Dictionary of Greek